ισογνώμων

ισογνώμων
ἰσογνώμων, -ονος, ὁ (Α)
1. αυτός που έχει ίδια γνώμη ή ίδια αισθήματα ή πεποιθήσεις με άλλον
2. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή τον ίδιο σκοπό με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -γνώμων (< γνώμων), πρβλ. καλο-γνώμων, υψηλο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισογνωμώ — ἰσογνωμῶ και ἰσογνωμονῶ, έω (Α) [ισογνώμων] έχω την ίδια γνώμη με άλλον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”